- πενθηρός
- -ά, -όν, Ααυτός που ανήκει ή αρμόζει στο πένθος, στη λύπη, ο πένθιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενθηρός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθηρόν — πενθηρός of masc acc sg πενθηρός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθηρᾶς — πενθηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek